ορμέμφυτος

ορμέμφυτος
-η, -ο
1. αυτός που εκδηλώνεται από αυτόματη φυσική ορμή και όχι μετά από σκέψη, ενστικτώδης
2. το ουδ. ως ουσ. το ορμέμφυτο
η φυσική ιδιότητα που υπάρχει στους ανθρώπους και στα ζώα και η οποία τούς παρακινεί να ενεργούν ενστικτωδώς, το ένστικτο.
επίρρ...
ορμεμφύτως και ορμέμφυτα
με ορμέμφυτο τρόπο, από φυσική, αυτόματη παρόρμηση, ενστικτωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορμή + έμφυτος. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. instinct (πρβλ. ένστικτο) και μαρτυρείται από το 1805 στον Βεν. Λέσβιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ορμέμφυτος — η, ο 1. αυτός που συμβαίνει από φυσική ορμή, από ένστικτο, ενστικτώδης. 2. ως ουσ., ορμέμφυτο, το ένστικτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”